ολομετάβολος

ολομετάβολος
-η, -ο
1. αυτός που υφίσταται πλήρη μεταβολή, ο καθ' ολοκληρίαν μεταβαλλόμενος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ολομετάβολα
εντομολ. ταξινομική διαίρεση τής υφομοταξίας τών πτερυγωτών εντόμων, που είναι γνωστά και ως ενδοπτερυγωτά και τα οποία αναπτύσσονται με σειρά προνυμφικών εκδύσεων από κάμπια σε χρυσαλλίδα και με πλήρη μεταμόρφωση έτσι ώστε το πτερωτό ενήλικο άτομο να διαφέρει ριζικά από το άτομο τών προνυμφικών σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)-* + μεταβολή. Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. holometabola].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”